- αγροίκητος
- -η, -ο1. (με παθ. σημασία) αυτός που δεν ακούγεται ή που δεν μπορεί να ακουστεί2. που ακούγεται για πρώτη φορά, παράξενος, ακατάληπτος3. (με ενεργ. σημασία) αυτός που δεν υπακούει, απείθαρχος, πεισματάρης.[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀγροικητὸς < ἀγροικώ. Το αρχικό ἀ- πήρε τη σημασία τής στερήσεως με τον αναβιβασμό τού τόνου.ΠΑΡ. ἀγροικησιά].
Dictionary of Greek. 2013.